- κοσμοδρόμιο
- τοχώρος εξοπλισμένος με κατάλληλες εγκαταστάσεις για την εκτόξευση διαστημοπλοίων και την ασφαλή επιστροφή τους στη Γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -δρόμιο (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. αερο-δρόμιο, παγο-δρόμιο].
Dictionary of Greek. 2013.